διαπλάσσει

διαπλάσσει
διαπλάσσω
form
pres ind mp 2nd sg
διαπλάσσω
form
pres ind act 3rd sg
διαπλάσσω
form
pres ind mp 2nd sg
διαπλάσσω
form
pres ind act 3rd sg
διαπλά̱σσει , διαπλήσσω
break in pieces
pres ind mp 2nd sg
διαπλά̱σσει , διαπλήσσω
break in pieces
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηθικοποιός — ό (κυρίως για διδασκαλία, σύγγραμμα, νομοθεσία, ενέργεια) αυτός που διαπλάσσει ηθικό χαρακτήρα, που ηθικοποιεί κάποιον, που επιφέρει ηθικοποίηση, εξαγνισμό χαρακτήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, βροχο ποιός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • ηθοπλαστικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»). επίρρ... ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικά με τρόπο ηθοπλαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω) …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • οστοποιητικός — ὀστοποιητικός, ή, όν (Α) αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”